Μου έδωσες τούτο το εύθραυστο δοχείο
που αδειάζει ξανά και ξανά, γεμίζοντας το με νέα ζωή.
Αυτό το μικρό καλάμι, τη φλογέρα Σου,
που κουβαλάς πάνω από λόφους και λιβάδια,
και με την αναπνοή Σου του χάρισες αιώνια
νέες μελωδίες.
Στο αθάνατο άγγιγμα των χεριών Σου
η μικρή καρδιά μου ξεπερνά τα όρια της στη χαρά,
και γεννάει καινούρια νοήματα.
Τα άπειρα δώρα Σου αγγίζω με τα μικρά μου χέρια.
Εποχές περνούν και ακόμη δίνεις πλουσιοπάροχα,
και πάντα υπάρχει χώρος για περισσότερα.
Όταν με διατάζεις να τραγουδήσω,
μου φαίνεται ότι η καρδιά μου θα συντριβεί από περηφάνια’
κοιτάζω την όψη Σου
και βουρκώνουν τα μάτια μου.
Ό,τι ήταν σκληρό στη ζωή μου διαλύεται σε μια γλυκιά αρμονία
– και η λατρεία μου απλώνει τα φτερά
σαν χαρούμενο πουλί στην πτήση του,
πάνω απ’ τη θάλασσα.
Ξέρω ότι απολαμβάνεις τη μουσική μου.
Ξέρω ότι έρχομαι μπροστά Σου
μόνο ως τραγουδοποιός.
Μεθυσμένος με τη χαρά του τραγουδιού,
λησμονώ τον εαυτό μου και σε λέω φίλο,
Εσένα που είσαι ο Κύριος μου.
Το φως της μουσικής Σου φωτίζει τον κόσμο.
Η μουσική Σου αντηχεί σε όλο το στερέωμα.
Η άσπιλη πηγή της μουσικής Σου
Διαβρώνει όλα τα πέτρινα εμπόδια
και κυλάει από μέσα τους.
[…]
Τώρα ήρθε η ώρα να κάτσω ακίνητος απέναντι Σου
και να Σου αφιερώσω τη ζωή μου
με το τραγούδι μου.
[…]
Το τραγούδι μου έβγαλε τα στολίδια του.
Δεν καυχιέται για τα πέπλα και τα πετράδια του.
Τα κοσμήματα θα αμαύρωναν την ένωσή μας’
Θα έμπαιναν ανάμεσα σε Σένα και σε μένα.
Το κουδούνισμά τους θα έπνιγε τους ψιθύρους Σου.
Η αλαζονεία μου του ποιητή
πεθαίνει ντροπιασμένη μπροστά Σου.
Ω μέγιστε Ποιητή, κάθισα στα πόδια Σου.
Άσε με μόνο να κάνω τη ζωή μου απλή και σωστή,
σαν καλαμένια φλογέρα για Σένα,
και να την γεμίσω μουσική.
Rabîndranâth Tagore, “Λυρικές Προσφορές” (1913)