[…]
Και μια γυναίκα που κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά της είπε, Μίλησέ μας για τα Παιδιά.
Κι εκείνος είπε:
Τα παιδιά σας δεν είναι παιδιά σας.
Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τη ζωή.
Έρχονται στη ζωή με τη βοήθειά σας, άλλα όχι από σας,
Και μ’ όλο που είναι μαζί σας, δεν ανήκουν σε σας.
Μπορείτε να τους δώσετε την αγάπη σας, όχι όμως και τις ιδέες σας,
Γιατί αυτά έχουν τις δικές τους ιδέες.
Μπορείτε να στεγάσετε το σώμα τους,
όχι όμως και την ψυχή τους,
Γιατί η ψυχή τους κατοικεί στο σπίτι του αύριο, που εσείς δεν μπορείτε να επισκεφτείτε, ούτε στα όνειρά σας.
Μπορείτε να προσπαθήσετε να τους μοιάσετε, αλλά μη γυρεύετε να κάνετε αυτά να σας μοιάσουν.
Γιατί η ζωή δεν πηγαίνει προς τα πίσω και δε σταματά στο χθες.
Εσείς είστε τα τόξα απ’ όπου τα παιδιά σας σα ζωντανά βέλη θα τιναχτούν μπροστά.
Ο Τοξότης βλέπει το σημάδι πάνω στο μονοπάτι του άπειρου, και σας λυγίζει με τη δύναμή Του ώστε τα βέλη Του να τιναχτούν γοργά και μακριά.
Το λύγισμά σας στο χέρι του Τοξότη ας είναι για σας χαρά’
Γιατί όπως Αυτός αγαπά τα βέλη που πετούν, έτσι αγαπά και τα τόξα που είναι σταθερά.
[…]
Και κάποιος άντρας είπε, Μίλησέ μας για την Αυτογνωσία.
Κι εκείνος απάντησε λέγοντας:
Οι καρδιές σας γνωρίζουν σιωπηλά τα μυστικά των ημερών και των νυχτών.
Αλλά τ’ αφτιά σας διψούν για τον ήχο της γνώσης της καρδιάς σας.
Θέλετε να γνωρίσετε με λόγια αυτό που γνωρίζετε από πάντα στη σκέψη.
Θέλετε ν’ αγγίξετε με τα δάχτυλά σας το γυμνό σώμα των ονείρων σας.
Και είναι καλό που το θέλετε.
Το κρυφό πηγάδι της ψυχής σας πρέπει να αναβλύσει και να τρέξει κελαρύζοντας προς τη θάλασσα’
Και ο θησαυρός του άπειρου βάθους σας πρέπει να αποκαλυφτεί στα μάτια σας.
Δεν πρέπει όμως να υπάρχουν ζυγαριές για να ζυγίζουν τον άγνωστο θησαυρό σας’ και μη μετράτε τα βάθη της γνώσης σας με το βυθομετρικό κοντάρι ή το σχοινί.
Γιατί ο εαυτός είναι μια θάλασσα απεριόριστη και άμετρη
Μη λέτε, “Βρήκα την αλήθεια”, αλλά να λέτε, “Βρήκα μιαν αλήθεια”.
Μη λέτε, “Βρήκα το μονοπάτι της ψυχής”, αλλά να λέτε, “Συνάντησα την ψυχή που περπατούσε στο μονοπάτι μου”
Γιατί η ψυχή περπατά πάνω σ’ όλα τα μονοπάτια.
Η ψυχή δεν περπατά πάνω σε μια γραμμή, ούτε μεγαλώνει σαν καλάμι.
Η ψυχή ξεδιπλώνεται, όπως ο λωτός με τα αναρίθμητα πέταλα.
Kahlil Gibran, “Ο Προφήτης”